- ἀπόστειλε
- ἀποστέλλωsend offaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποστέλλω — και αποστέλνω στειλα, στάλθηκα, σταλμένος, στέλνω κάτι ή κάποιον μακριά: Αυτός τον απόστειλε εκεί που βρίσκεται και υποφέρει· η μτχ. του παθ. πρκ., αποσταλμένος, ο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: Ο αποσταλμένος της εφημερίδας έφτασε στον τόπο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)